κακοπάθημα

κακοπάθημα
το [κακοπαθώ]
ταλαιπωρία, δυστυχία, βάσανο, δοκιμασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ατυχία — (atychia). Γένος εντόμων της οικογένειας των νυκτιιδών. Ζουν στη Ν Ευρώπη, κυρίως στις παραμεσόγειες χώρες. Οι κάμπιες τους προκαλούν μεγάλες ζημιές στα αμπέλια, κατατρώγοντας τα φύλλα, τα βλαστάρια και όλο το πράσινο μέρος τους. Γεννούν πολλά… …   Dictionary of Greek

  • κακοπάθιο — και κακοπάθι, το (Μ κακοπάθιο και κακοπάθι[ο]ν) [κακοπαθώ] νεοελλ. κακοπάθεια, κακά, συμφορές, βάσανα μσν. κακοπάθημα, δυστύχημα …   Dictionary of Greek

  • ότλημα — ὄτλημα, τὸ (Α) [οτλέω] δυστυχία, κακοπάθημα, κακοπραγία, συμφορά …   Dictionary of Greek

  • δεινοπάθημα — το κακοπάθημα, συμφορά, δυστυχία: Τα δεινοπαθήματα των Ελλήνων στην Κατοχή ήταν αμέτρητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”